- ὁπλικός
- ὁπλ-ικός, ή, όν,A pertaining to arms, Vett.Val.17.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οπλικός — ή, ό (Α ὁπλικός, ή, όν) [όπλον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όπλα νεοελλ. φρ. «οπλικό σύστημα» πολύπλοκο όπλο ή συνδυασμός όπλων, που βάλλει μεγάλα βλήματα διαφόρου προορισμού και ελέγχεται και πυροδοτείται, συνήθως, με ηλεκτρονικά μέσα … Dictionary of Greek
ὁπλικῶν — ὁπλικός pertaining to arms fem gen pl ὁπλικός pertaining to arms masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλικαί — ὁπλικός pertaining to arms fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλικωτάτους — ὁπλικός pertaining to arms masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλικῆς — ὁπλικός pertaining to arms fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλικῇ — ὁπλικός pertaining to arms fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek